τυραννοκτονίαν

τυραννοκτονίαν
τυραννοκτονίᾱν , τυραννοκτονία
the slaying of a tyrant
fem acc sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • προσαποξέω — Α 1. αφαιρώ κάτι με απόξεση 2. μτφ. εξαλείφω κάτι επί πλέον («τὴν τυραννοκτονίαν τῆς πόλεως προσαπέξεσε», Λιβάν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀποξέω «αφαιρώ με απόξεση, αφαιρώ τελείως»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”